ἀπολήξει

ἀπολήξει
ἀπόληξις
cessation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπολήξεϊ , ἀπόληξις
cessation
fem dat sg (epic)
ἀπόληξις
cessation
fem dat sg (attic ionic)
ἀπολαγχάνω
obtain a portion of
fut ind mid 2nd sg
ἀπολήγω
leave off
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπολήγω
leave off
fut ind mid 2nd sg
ἀπολήγω
leave off
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”